- ένθλιψη
- η (Α ἔνθλιψις) [ενθλιβω]η ενέργεια τού ενθλίβω, πίεση, συμπίεση, σύνθλιψηνεοελλ.ιατρ. ειδική μάλαξη κατά την οποία γίνεται απλή πίεση πάνω στο δέρμα με την εσωτερική επιφάνεια τών δακτύλων ή με όλη την παλάμη.
Dictionary of Greek. 2013.